Μια από της πιο σημαντικές φωνές της αγγλόφωνης ανεξάρτητης σκηνής, η πάλαι ποτέ τραγουδίστρια των Common Sense Tατιάνα Σταυρουλάκη μας κάνει την τιμή να είναι φιλοξενούμενη στην INTO THE MERCY SEAT ενότητα του Bsideriff.com.
Σου είναι εύκολο να μας λύσεις την απορία για το πως μια τέτοια φωνή, που ήταν ευτύχημα ότι διάλεξε την ανεξάρτητη σκηνή, έχει μείνει αναξιοποίητη για τόσο μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Η αλήθεια είναι ότι η παρουσία μου στην ανεξάρτητη σκηνή ήταν συμπτωματική, δεν ήταν συνειδητή επιδίωξη ή απόρριψη άλλων επιλογών. Άλλωστε, τα ακούσματα των παιδικών μου χρόνων ήταν άσχετα, αλλά είχα την αγάπη για την αγγλική γλώσσα και φυσικά ήμουν επιρρεπής στη γοητεία του ροκ. Όσο για την περαιτέρω αξιοποίηση, σίγουρα υπάρχουν στον κόσμο χιλιάδες ωραίες φωνές που δεν ακούστηκαν ποτέ, όπως π.χ. υπάρχουν και χιλιάδες όμορφοι άνθρωποι που δεν έγιναν μοντέλα ή ηθοποιοί. Το τραγούδι βέβαια έχει έναν εκ φύσεως «δημόσιο» χαρακτήρα, όμως είχα πολλές ευκαιρίες να διαπιστώσω ότι η ταύτιση με αυτό (και με κάθε ταλέντο) τελικά μπορεί να καταλήξει σε μυθοπλασία και παγίδα. Υπάρχουν και άλλοι ρόλοι που αναλαμβάνουμε στη ζωή μας, και μάλιστα αν κοιτάξουμε τα πράγματα από μια υγιή απόσταση, βλέπουμε ότι αυτοί οι «μη δημόσιοι», αφανείς ρόλοι, είναι πιο σημαντικοί.
Πώς και δεν ακολούθησες κάποια στιγμή τον πιο εύκολο δρόμο της μεταπήδησης στο έντεχνο τραγούδι, το οποίο είναι πιο δημοφιλή στον τόπο μας, πιο εύπεπτο, με ευρύτερο και πιο σταθερό κοινό και το οποίο οι πιο πολλοί alternative fans δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα.
Πράγματι κι εγώ στέκομαι αμήχανα, το λιγότερο, απέναντι στο έντεχνο… Ίσως λόγω της μαζικότητάς του, ίσως λόγω μιας επιτήδευσης που αποπνέει. Θεωρώ την επιτήδευση ό,τι χειρότερο για την τέχνη -μάλλον, για μένα, η επιτήδευση δεν είναι τέχνη- οπότε θα ήταν πολύ δύσκολο να ενσωματωθώ σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Όμως αγαπώ αυτό που γενικά αποκαλούμε ελληνική μουσική, είναι θησαυρός, και μάλιστα κάτι έχω «καταθέσει» και σε αυτόν τον χώρο! Πρόκειται για ένα τραγούδι με τίτλο «Ήλιε Όμορφε», που γράψαμε μαζί με τον φίλο, ζωγράφο και σκηνοθέτη Άγγελο Σπάρταλη -εκείνος τους στίχους, εγώ τη μουσική- εκφράζοντας τις κρητικές μας ρίζες (δεν καταπνίγονται!!!). Είναι διαθέσιμο στο Youtube, και… χμμμ… μάλλον έντεχνο θα το λέγαμε! Αλλά πιστεύω ότι είναι από τις εξαιρέσεις του γενικού κανόνα, έχει απλότητα και αμεσότητα, για τον σημαντικό λόγο ότι γράφτηκε από δυο φίλους.
Τί από τα παρακάτω ήταν το τραγούδι για σένα όταν ξεκινούσες την καριέρα σου και τί σημαίνει στις μέρες μας: Επάγγελμα, ανάγκη έκφρασης, ματαιοδοξία, ένα ταλέντο που δεν μπορούσε να μην βγει στην επιφάνεια, τρόπος ζωής?
Υπήρχε προγονική μουσική φλέβα, ειδικά στην οικογένεια του πατέρα μου: ο παππούς μου έφτιαχνε λύρες με τα χέρια του, η γιαγιά μου έπαιζε μαντολίνο, ο πατέρας μου έπαιζε λύρα, ο αδελφός του λαγούτο, η αδελφή του ακκορντεόν… τα άγνωστα ταλέντα που ανέφερα παραπάνω!. Αλλά και η μητέρα μου ήταν μέλος επαγγελματικής χορωδίας. Το τραγούδι ήταν μέρος της ζωής μας, κάτι δεδομένο και αυτονόητο. Όμως δεν βιοπορίζομαι ούτε θα ήθελα να βιοπορίζομαι από αυτό. Όσο για τη ματαιοδοξία, δεν νομίζω ότι με κατευθύνει γιατί αν ήμουν ματαιόδοξη, μάλλον θα είχα κινηθεί αλλιώς, θα είχα επιδιώξει την προβολή πάση θυσία, αλλά δεν έγινε έτσι. Θα έλεγα ότι η μουσική μου ενασχόληση συνολικά (δεν είναι μόνο το τραγούδι), είναι ένας τρόπος να μαθαίνω τον κόσμο και τον εαυτό μου μέσα σε αυτόν. Και νομίζω πως ό,τι και αν κάνει κανείς, είτε τραγουδάει είτε καλλιεργεί τη γη ή οτιδήποτε, ουσιαστικά το αποτέλεσμα αυτό είναι, να μαθαίνει τον κόσμο και τον εαυτό του.
2020 και Common Sense – Grotesque (Last Chance Remix) από τον Δημήτρη Παπασπυρόπουλο. Θα θέλαμε το σχόλιό σου για ένα τραγούδι που συγκινεί ακόμα 26 χρόνια μετά. Κάποια ιστορία πίσω από την δημιουργία του, αν όντως δεν υπάρχει πλέον σε μη digital μορφή και ποια η σχέση σου με τα υπόλοιπα μέλη των Common Sense και τι αίσθηση σου άφησε αυτή η είδηση.
Το Grotesque ανήκε στο προϋπάρχον υλικό των Common Sense, πριν από τη συνεργασία μας, οπότε η συνεισφορά μου σε αυτό ήταν μόνο ερμηνευτική -αργότερα άρχισα να ανακαλύπτω τη συνθετική μου πλευρά, γράφοντας στίχους ή μελωδικές γραμμές σε κάποια κομμάτια, κάποτε και ολόκληρα τραγούδια. Πράγματι, το Grotesque συγκίνησε! Δεν γνωρίζω για τη διαθεσιμότητά του, πάντως σε μια πρόσφατη εκκαθάριση ανακάλυψα ότι έχω διπλό το σινγκλάκι, και ευχαρίστως θα χαρίσω μια κόπια σε όποιον αναγνώστη του BsideRiff θα το ήθελε! Το ρεμίξ, υποθέτω κάποιου είδους ανάγκη εξυπηρετεί, φυσικά είναι μια διαδικασία που μπορεί να γίνει για οποιοδήποτε τραγούδι, πάντως εμένα δεν με επηρεάζει σε κάτι. Όσον αφορά τους CS, είναι μια ιστορία σαν πάμπολλες άλλες. Κάποτε συγκλίναμε, μέχρι ενός σημείου. Κάθε καλλιτέχνης έχει τους δικούς του λόγους να εκφράζεται, τη δική του νοοτροπία να ερμηνεύει και να αξιολογεί καταστάσεις, και όλα αυτά είναι σε συνεχή διαμόρφωση. Αλλά τα πράγματα έχουν αρχή και τέλος, και ένα τέλος, όπως ή όποτε κι αν εκδηλωθεί, πάντα ξεκινάει πριν από την εκδήλωσή του, είναι ριζωμένο σε αμοιβαίες διαφορές αξιακών συστημάτων.
Phoebus Water, support στον Wayne Hussey στις 19.10.2019 στο Second Skin Club και μετά η περίοδος καραντίνας και ο COVID 19. Ποιά τα σχέδια, οι συνεργασίες και αν σκόπευες να κυκλοφορήσετε ή να ηχογραφήσετε κάτι ως Phoebus Water ή κάποια solo δουλειά και τι μέλλει γενέσθαι μετά από αυτή την απρόοπτη κατάσταση του COVID-19 που έφερε παγκόσμια αναστάτωση.
Ανοίξαμε τη συναυλία του Wayne Hussey ύστερα από την τιμητική πρόσκληση που μας έκανε ο Γιώργος Φακίνος. Όμως, αν και υπήρξαν θερμά και θετικά σχόλια, νομίζω ότι εκείνο το live ήταν πρόωρο. Στους Phoebus Water δουλεύαμε κάποια από τα τραγούδια που έχω γράψει τα τελευταία χρόνια, αλλά το σχήμα ήταν ακόμα κάπως νεαρό και όχι επαρκώς δεμένο. Πάντως στο ξεκίνημα των Phoebus Water προέκυψε η συμμετοχή μας στη συλλογή “The Lost Art of Decapitation” του 7ου τεύχους του περιοδικού LUNG που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες, με το κομμάτι “Lost”. Προς το παρόν το σχήμα βρίσκεται σε παύση, και αυτή τη στιγμή δεν έχω συγκεκριμένα μελλοντικά σχέδια. Βέβαια η νέα πραγματικότητα προμηνύει γενικά δυσοίωνες καταστάσεις, ωστόσο για μένα προσωπικά δεν αποτελεί αιτία καλλιτεχνικής ανασφάλειας. Δεν βαδίζω βάσει πλάνου, και σαφώς υπάρχει το ενδεχόμενο να μην κυκλοφορήσουν αυτά τα τραγούδια για διάφορους λόγους, άσχετους με τον Covid19. Εάν πάντως κυκλοφορήσουν, θα είναι αρκετό να παρουσιαστούν σε κάποια πλατφόρμα και είμαι βέβαιη ότι θα φτάσουν σε εκείνους που θα τα εκτιμήσουν.
Μετά από τόσες “ζόρικες” ερωτήσεις ήρθε η ώρα για την τελευταία ερώτηση που θα είναι ίδια σε κάθε καλεσμένο του INTO THE MERCY SEAT. Πες μας ποια ερώτηση δεν σου τέθηκε και θα ήθελες να σου τεθεί γιατί θα ήθελες οπωσδήποτε να αναφερθείς στο περιεχόμενό της, ή πες μας κάτι που αναρωτιέσαι συνέχεια και αποφεύγεις ή δεν έχεις βρει ακόμα την απάντηση.
Αναρωτιέμαι διαρκώς το ένα και μοναδικό σοβαρό ερώτημα, αυτό που αναρωτιόμαστε όλοι, είτε το ξέρουμε και το παραδεχόμαστε είτε όχι: το νόημα της ύπαρξής μας. Είχα μάλιστα και την αφορμή από πολύ μικρή ηλικία, γιατί στο οικογενειακό μου περιβάλλον υπήρχε μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερη δυσκολία, από αυτές που γεννούν επίμονες ψυχικές αναζητήσεις και βαθιές υπαρξιακές αγωνίες. Θα σχολιάσω λοιπόν ότι μου έκανε πάντα τεράστια εντύπωση η τάση των ανθρώπων για την ειδωλολατρία –και με αυτόν τον έντονο όρο, εννοώ την υποδούλωση σε πάρα πολλά εγωπαθή, απατηλά και μάταια πράγματα, που νανουρίζουν την ψυχή κι έχουν χτίσει, με αργό και ύπουλο τρόπο, κοινωνίες ενός ρομποτικού ναρκισσισμού. Οι κάθε είδους «σκηνές» –μουσικές και άλλες– δεν είναι η αλήθεια, είναι μόνο δυνητικές διαδρομές προς την αλήθεια, και μόνο έτσι αποκτούν κάποια διάσταση αξίας. Όσο για το ερώτημα, το να μην θέτουμε ερωτήματα είναι ασθένεια, αλλά και το να μην βρίσκουμε ποτέ απαντήσεις είναι εξίσου ασθένεια. Απαντήσεις υπάρχουν, αν θέλουμε να τις βρούμε μέσα από το κρίσιμο δώρο της ελευθερίας μας.